Εκείνα τα χρόνια, τα κάλαντα ήταν το μέσο που μας εξασφάλιζε πλούσιο χαρτζηλίκι, πέρα από τον Χριστουγεννιάτικο μπουναμά των γονιών μας. Ξυπνάγαμε νωρίς και ξεχυνόμαστε σε όλα τα σπίτια και μαγαζιά της οριοθετημένης μας περιοχής. Από το Χάνι του Φίλιππα κάτω από το δασάκι της δεξαμενής μέχρι του Σωτηράκου στη Γράβα και από του Μπακαγιάννη κάτω από την Μπιζανίου μέχρι τα Ελβετικά. Το πενηνταράκι ήταν το συνηθέστερο φιλοδώρημα, δεν έλειπαν και οι δεκάρες ή οι εικοσάρες. Τελευταία αφήναμε το σπίτι της θείας Κατερίνας Πρίτση, όπου εκτός από το μελομακάρονο μας κερνούσε και ένα ολόκληρο τάληρο. Με ένα ολόκληρο δεκάρικο που μας έδινε ο ξάδελφος Βαγγέλης Τζοβάρας τελείωνε η περαντζάδα. Στο ζαχαροπλαστείο του Σωτόπουλου γινόταν η καταμέτρηση και το μοίρασμα. Ακολουθούσε στη συνέχεια η απόλαυση της γεύσης του ακριβότερου γλυκού που διέθετε το μαγαζί, της πουτίγκας.