Στη Γράβα του '50

Κατηγορία: ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΙΚΑ

ΣΤΗ ΓΡΑΒΑ ΤΟΥ '50

Αρχές Μαρτίου του 1952 μετακομίσαμε στην Ηγουμενίτσα λόγω μετάθεσης του πατέρα μου. Φιλοξενηθήκαμε για λίγο στο σπίτι του Νίκου Τζοβάρα και μετά νοικιάσαμε ένα από τα σπίτια της Κοινωνικής Πρόνοιας στην οδό Μπιζανίου στη Γράβα, όπου και εγκατασταθήκαμε οριστικά.

Το κτίριο που μέναμε είχε τέσσερα ανεξάρτητα διαμερίσματα, τα δύο ισόγεια. Μη τα φανταστείτε άνετα και ευρύχωρα, ήταν απλά στεγασμένοι χώροι ενός κύριου δωματίου και ενός βοηθητικού χώρου. Εμείς μέναμε στο δυτικό του πρώτου ορόφου και στο ισόγειο έμενε η οικογένεια του Αχιλλέα Σιούζου. Δίπλα από εμάς έμενε αρχικά η οικογένεια του Σπύρου Βλάσση και αργότερα η οικογένεια του Γιάννη Σιμάτη. Στο αντίστοιχο ισόγειο έμενε η οικογένεια του Βαγγέλη Γκόγκου. Πιό ανατολικά στην επόμενη οικοδομή έμενε η οικογένεια του Γάκη Κατσέλη στον όροφο και του Σπύρου Κατσέλη στο ισόγειο. Στην αυλή φτιάξαμε κουζίνα και τουαλέτα για καλύτερη εκμετάλλευση του κύριου χώρου του σπιτιού. Στον περιβάλλοντα χώρο υπήρχε μια αιωνόβια ελιά και ένα διαμορφωμένο παρτεράκι με λουλούδια και την  «ροδακινιά του Σωτήρη» που είχε φυτέψει ο ξάδελφός μου Σωτήρης Τζοβάρας. Πίσω από το κουζινάκι υπήρχε παραδοσιακός ξυλόφουρνος που τον είχε χτίσει η κυρά-Λένη Σιούζου με σπασμένα παλιά κεραμίδια, άχυρο και χώμα. Ακριβώς διπλα γιορτάζαμε το Πάσχα με τους γείτονες, ψήνοντας αρνί στη σούβλα (φωτό 1). Δυτικά ήταν ο κήπος της γιαγιά-Πήλιενας Γκιπάλη και, στον μεταξύ χώρο, το μονοπάτι που οδηγούσε στα Κωτσαίικα. Περιμετρικά του κήπου συνεχιζόταν ο δρόμος της οδού Μπιζανίου που εξυπηρετούσε και αυτοκίνητα μέχρι την αυλή του σπιτιού του Αλέξη Κώτσια.

Εκεί στην καρδιά της Γράβας, σε μια αλάνα που ήταν κάτω από τον περιφραγμένο κήπο των Κωτσαίων με τις αμυγδαλιές, δίπλα από το σπίτι του Τσουτσουμπή με την τεράστια αυλή, και πάνω από το σπίτι που μέναμε, υπήρχε μία βρύση από την οποία προμηθεύοταν νερό πόσιμο και για οικιακή χρήση, όλη η γειτονιά.  Ακόμη δεν υπήρχε δίκτυο ύδρευσης για τα σπίτια. Θυμάμαι πολλές φορές όταν είχε διακοπή νερού, τα δοχεία των γειτόνων να είναι στη σειρά δίπλα στη βρύση, ώστε να γεμίσουν με σειρά. Αρκετές φορές, ιδίως το καλοκαίρι, ανηφορίζαμε μέχρι τη βρύση του Χότζα, πάνω από του Σωτηράκου, με ένα πήλινο μπότι για καλύτερο δροσερό νερό. Δίπλα από τη βρύση ήταν ο λαχανόκηπος του Γκόγκου, γεμάτος με τεράστιες αγκινάρες που τις κάναμε κρυψώνες στα νυχτερινά μας παιχνίδια. Και πάνω από τον κήπο, δίπλα από τις αμυγδαλιές των Κωτσαίων ήταν ο σταύλος του Γκόγκου (φωτό 2) όπου σταυλιζόταν το άλογό του όταν δεν έσερνε την νταλίκα τω μεταφορών.

Ανάμεσα από τον κήπο και τον σταύλο του Γκόγκου ήταν το δρομάκι που οδηγούσε στα Ελβετικά και στο «κρεβάτι του παππού» (φωτό 3). Ήταν μια πέτρινη ξερολιθιά φτιαγμένη σε σχήμα καναπέ από τον παππού μου. Εκεί αναπαυόταν όταν γύριζε από τις περιπλανήσεις του στο βουνό όπου έκοβε κουνουπίτσες για να φτιάχνει μεγάλες καλάθες ελαιοσυλλογής. Με τις αναβαθμίδες που έγιναν για να χτιστούν τα Ελβετικά, ο ζωτικός χώρος μπροστά από το κρεββάτι είχε μειωθεί αισθητά και το κρεββάτι ήταν άμεσα εκτεθειμένο στην άκρη της πρώτης αναβαμίδας. Εκεί προκλήθηκε και το ατύχημα που του στοίχισε τη ζωή.

Εκείνη η Γράβα του ’50 δεν φεύγει ποτέ από τη θύμησή μου, ήταν η γειτονιά που μου γέμισε τα άγουρα χρόνια, που μου χάρισε άφθονες παιδικές απολαύσεις αφήνοντάς μου και πολλά περιθώρια ονειροπόλησης. Και σήμερα, αποτιμώντας τα όνειρα που έκανα, απολαμβάνω το μέλλον εκείνης της νιότης μου.....