ΓΚΡΙΣΜΠΑΝΙ

Κατηγορία: ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΙΚΑ

Γκρισμπάνι ή Γκουσμπάνι

Πρόλογος

       Είναι κάποιες φορές που μια τυχαία παρατήρηση σου εξάπτει την περιέργεια η οποία με τη σειρά της σου ξυπνάει μνήμες, ευχάριστες ή δυσάρεστες, που μπορούν να είναι σε θέση να δώσουν απαντήσεις σε  κάποια ερωτήματα. Αν οι μνήμες δεν είναι αρκετές να γεμίσουν το παζλ των ερωτημάτων σου τότε καταφεύγεις σε έρευνα που αυτές σε οδηγούν.

            Έτσι λοιπόν πηγαίνοντας συχνά για το χωριό Πάδες, όπου διατηρεί μια μικρή επιχείρηση ο γαμπρός μου, περνούσα από το χωριό Ελεύθερο, το πρώτο που συναντάει κανείς στην Λάκκα του Αώου. Εκεί στο καφενεδάκι της πλατείας γνώρισα, με τον καιρό, κάποιους χωριανούς. Μου έκανε εντύπωση ότι δεν μιλούσαν την βλάχικη διάλεκτο, όπως όλα τα άλλα χωριά της Λάκκας. Σε συνδυασμό και με την παλιά ονομασία του χωριού, λεγόταν Γκρισμπάνι, κάτι ανακινήθηκε μέσα στο θυμικό μου, ένα περιστατικό της παιδικής μου ηλικίας.

Ήμουν έξι ή εφτά χρονών παιδάκι, όταν ακολούθησα τη γιαγιά μου σε ένα καλοκαιρινό οδοιπορικό από το χωριό μας την Τσουρίλα Παραμυθιάς στην Πλακωτή για να επισκεφτούμε συγγενείς μας που ζούσαν εκεί. Πεζοπορώντας, φτάσαμε σε μια τοποθεσία κάτω από το χωριό Πετροβίτσα, στη σκιά του Παλιομάρκου, ακολουθώντας ένα μονοπάτι που περνούσε από τεράστιους βράχους που έχασκαν στη στενή εκείνη ομαλή κοιλάδα. Κουρασμένοι από την πορεία, καθίσαμε να ξεκουραστούμε στο κοίλωμα ενός βράχου που έδινε πλούσιο ίσκιο, όταν είδα τη γιαγιά μου να σταυροκοπιέται πριν καθίσει. Δεν έδωσα και ιδιαίτερη σημασία, ήξερα άλλωστε ότι η γιαγιά μου ήταν πολύ θεοσεβούμενη γυναίκα και συχνά σταυροκοπιόταν επικαλούμενη πάντοτε την βοήθεια του Θεού ή ευχαριστώντας τη θεία σκέπη, και αρκέστηκα να ξαπλώσω σ’ ένα ζεστό βράχο απολαμβάνοντας και τη σκιά ενός παρακείμενου πουρναριού. Μετά από ώρες πεζοπορίας φτάσαμε στην Πλακωτή, και κατευθείαν επισκεφτήκαμε τους συγγενείς μας με τους οποίους περάσαμε μια ευχάριστη μέρα μέχρι αργά το απόγευμα.

Στην επιστροφή για το χωριό, και στο ίδιο ακριβώς σημείο όπου σταθήκαμε το πρωί για ξεκούραση, είδα και πάλι τη γιαγιά μου να κάνει το σταυρό της. Αυτή τη φορά η παιδική μου περιέργεια ξύπνησε, και εντυπωσιάστηκα αφού μάλιστα παρατήρησα τη γύρω περιοχή μήπως και υπάρχει καμιά εκκλησία ή μοναστήρι. Δεν διαπίστωσα κάτι τέτοιο και τη ρώτησα με όλη μου την παιδική αφέλεια και περιέργεια γιατί σταυροκοπιέται σε αυτό το συγκεκριμένο σημείο. Με κοίταξε με φανερή τη συγκίνησή της στον τόνο της φωνής της και μου απάντησε: «Αχ παιδάκι μου, κάτω από αυτά τα βράχια που στεκόμαστε, είναι θαμμένη μια αδελφή της μάνας μου. Ήταν παντρεμένη εδώ τότε που υπήρχε ολόκληρο χωριό, με πολλά νοικοκυριά, που το κατέστρεψε και το εξαφάνισε ένας μεγάλος σεισμός….»

Σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή μέχρι την Τσουρίλα η παιδική μου περιέργεια ζητούσε από τη γιαγιά μου και άλλες διηγήσεις για το χωριό αυτό, για την ιστορία του και την κατάληξή του.

Από τις πρώτες αυτές πληροφορίες που πήρα από τη γιαγιά μου, και άλλες λεπτομέρειες από διηγήσεις άλλων αργότερα και μερικές πηγές που κατάφερα ερευνώντας να συγκεντρώσω, είδα σαν εσωτερική μου ανάγκη αλλά και χρέος να περιγράψω σύντομα την ιστορία του χαμένου αυτού οικισμού, του χωριού Γκουσμπάνι.

Χρήστος Φ. Ράπτης

Γιάννινα, Μάιος 2008

 

Το χωριό Γκρισμπάνι ή Γκουσμπάνι και η τραγική του τύχη

Κατά τους ιστορικούς χρόνους, στην ανατολική όχθη του Καλαμά, σε φυσικά οχυρωμένους λόφους ή πλαγιές από βουνά, δημιουργήθηκαν διάφοροι οικισμοί (Πέντε Εκκλησίες, Πετροβίτσα, Γκρισμπάνι ή Γκουσμπάνι, Πλακωτή, Τσουρίλα κλπ.), που έλεγχαν ολόκληρη την κοιλάδα του Καλαμά.

Σε αυτή την περιοχή και πιο συγκεκριμένα στην τοποθεσία αυτή που βρίσκεται μεταξύ των χωριών Πετροβίτσα και Πλακωτή, σημερινά δημοτικά διαμερίσματα του Δήμου Παραμυθιάς, υπάρχουν ακόμα και σήμερα ευδιάκριτοι μεγάλοι βράχοι που κύλισαν  και καταπλάκωσαν ολόκληρο χωριό, αποτέλεσμα κατολισθήσεων ενός μεγάλου σεισμού. Ήταν ένας μικρός οικισμός με τα σπίτια των κατοίκων χτισμένα πλάι-πλάι, ήταν άλλωστε πολύ μικρή η κοιλάδα που φιλοξενούσε τους κατοίκους και τις περιουσίες τους.

Ήταν το χωριό, Γκουσμπάνι ή Γκρισμπάνι, με περιφέρεια εδαφική   να   κυμαίνεται  από   τους   πρόποδες  του  βραχώδους όρους «Παλαιομάρκος» μέχρι την αριστερή όχθη του ποταμού «Καλαμά». Εκεί οι κάτοικοι είχαν  τα χωράφια τους, τα μαντριά των ποιμνίων τους, την εκκλησία τους. Τριγύρω τους πολλά χωριά και μοναστήρια, προσκυνήματα για τους κατοίκους του χωριού, η Ιερά Μονή Παγανιών, η Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Πλακωτής και η  Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου της Οσντίνας.

Τα χωριά Τσουρίλα, Πετροβίτσα, Πλακωτή, Γκρισμπάνι, Οσντίνα και Βλαχώρι, όλα στην αριστερή όχθη του ποταμού «Καλαμά», ήταν τότε «Τσιφλίκι» του Αγά της Μενίνας. Οι κάτοικοί τους ραγιάδες του Αγά, ήταν όλοι Χριστιανοί και μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, πλην της Μενίνας που κατοικούσαν μόνο οθωμανοί.

Εκείνα τα χρόνια που «όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά», ο Αγάς της Μενίνας, χρησιμοποιούσε τους «ραγιάδες» σαν δούλους, σε διάφορες αγγαρείες και εργασίες του. Καλλιεργούσαν χωράφια  που δεν ήταν δικά τους αλλά του Αγά, στον οποίον απέδιδαν τη μισή παραγωγή προϊόντων, το λεγόμενο «ήμορο».

            Στο Γκρισμπάνι οι κάτοικοι είχαν τα περισσότερα ποίμνια από όλα τα άλλα χωριά της περιφέρειας.  Ήταν  επίσης εξαιρετικά καλοί  «μπατζαραίοι» δηλαδή μαστόροι στην τυροκομία,  και εξαιρετικοί τεχνίτες στην παρασκευή  των  γαλακτοκομικών  προϊόντων. Για τον λόγο αυτό και ο Αγάς της Μενίνας έσμιξε τα κοπάδια του με τα δικά τους και τους ανέθεσε τη φύλαξη και τη διαχείριση των ποιμνίων του σε ποιμνιοστάσια που ήταν στις όχθες του Καλαμά. Επειδή προφανώς ήταν ευχαριστημένος από τα προϊόντα που τον εφοδίαζαν, τους απάλλαξε από την καταβολή του «ήμορου» των αγροτικών προϊόντων που επέβαλλε στους κατοίκους των άλλων χωριών.

            Έτσι κυλούσε η ζωή των ραγιάδων εκείνα τα χρόνια, με κάποια προνόμια που είχαν δοθεί στους κατοίκους του χωριού Γκρισμπάνι.

Η εξαφάνιση ενός χωριού

Ήταν μεσημέρι μιας ηλιόλουστης καλοκαιρινής μέρας, πιθανότατα στα μέσα του 17ου αιώνα, όταν το χωριό Γκρισμπάνι σείστηκε συθέμελα από τοπικό προφανώς σεισμό. Ακολούθησε μια μεγάλη καθίζηση του εδάφους στην κοιλάδα που ήταν κτισμένα τα σπίτια με αποτέλεσμα να «ρουφήξει» κυριολεκτικά ολόκληρο τον οικισμό μαζί και τους κατοίκους που βρέθηκαν στην περιοχή της καθίζησης. Το καταστροφικό έργο της φύσης ολοκλήρωσαν κατολισθήσεις τεράστιων βράχων που κατρακύλησαν από το βουνό «Παλαιομάρκος» και καταπλάκωσαν την περιοχή σκεπάζοντας και τη ρωγμή που είχε διανοίξει η προηγηθείσα καθίζηση. Ολοκληρωτική καταστροφή. Πολλοί κάτοικοι που βρίσκονταν μέσα στα σπίτια τους και στις αυλές τους χάθηκαν σε αυτό το φοβερό μένος της φύσης. Οι περισσότεροι διασώθηκαν αφού εκείνη την ώρα βρισκόταν στα ποιμνιοστάσιά τους  και στα χωράφια τους που ήταν έξω από το χωριό. Την εικόνα της καταστροφής έμειναν να την θυμίζουν μερικές κορυφές από ψηλά δέντρα που προεξείχαν από τους ογκόλιθους. Μάλιστα, από όσα μου είπε η γιαγιά μου, για σαράντα μέρες μετά την καταστροφή οι διασωθέντες κάτοικοι άκουγαν έναν πετεινό ο οποίος προφανώς είχε επιζήσει σε κάποια ρωγμή που επέτρεπε την είσοδο οξυγόνου.

Χαρακτηριστική είναι και η αναφορά του λαογράφου Σπύρου Μουσελίμη στο βιβλίο του «Ιστορικοί περίπατοι ανά την Θεσπρωτία» με τίτλο «Η ΠΑΝΟΥΚΛΑ». Γράφει χαρακτηριστικά: «Ήταν νύχτα. Απάν’ από το βουνό της Πετροβίτσας είχε βγει η Πανούκλα και κά’ουνταν καταραχίς. Η άη-Παρασκευή από κάτου από το Γκουσμπάνι όντας την κατάλαβε βήκε από την εκκλησιά τ’ς όξω κι έσκουζε για το μεγάλο κακό που θα γένονταν στο χωριό. Έσκουζε τόσο πολύ που ο σκουσμός ακούονταν ως την Κοκκινιά και το Παλιοχώρι. Η πανούκλα ήταν τρεις αρρώστιες. Κατέβηκε κι έπλυνε πολύν κόσμο. Όσοι γλύτωσαν πήραν τα μάτια τους. Πήγαν στα μέρια της Κόνιτσας κι έχτισαν εκεί καινούριο Γκουσμπάν’…». Προφανώς αναφέρεται σε λοιμό που έπληξε την περιοχή και τους διασωθέντες κατοίκους αμέσως μετά τον σεισμό και τις κατολισθήσεις που ακολούθησαν.

Οι τουρκικές αρχές, μετά τον σεισμό, αποφάσισαν, άγνωστο για ποιο λόγο, να αποκαταστήσουν τους διασωθέντες κατοίκους εκτός Θεσπρωτίας στην περιοχή της Κόνιτσας. Υπάρχουν δύο εκδοχές. Η πρώτη αναφέρεται στο γεγονός ότι οι διασωθέντες κάτοικοι αποφάσισαν μόνοι τους να επιλέξουν την περιοχή της Κόνιτσας για να είναι κάπου μακριά από την σεισμογενή περιοχή. Άλλωστε την περιοχή εκείνη την γνώριζαν καλά αφού πήγαιναν τα ποίμνιά τους το καλοκαίρι για βόσκηση. Σύμφωνα με την δεύτερη εκδοχή, στην περιοχή της Κόνιτσας ήταν Αγάς ο αδελφός του Αγά της Μενίνας ο οποίος είχε δικά του κοπάδια. Έτσι τους έστειλε εκεί για να επιληφθούν των κοπαδιών και να αξιοποιήσουν τα προϊόντα τους.

Πράγματι όλοι οι διασωθέντες κάτοικοι μεταφέρθηκαν  στους πρόποδες του Σμόλικα, στην πλαγιά του ιστορικού υψώματος «Κλέφτης» όπου ιδρύθηκε νέος οικισμός με την ονομασία Γκρισμπάνι. Όλοι οι κάτοικοι ήταν Έλληνες και Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Παρέμειναν κολίγοι στον Αγά μέχρι το 1927. Τότε απέκτησαν την ελευθερία τους κι έδωσαν στο χωριό το όνομα «Ελεύθερο».

Η παράδοση, επίσης, λέει ότι οι κάτοικοι του οικισμού όπου σήμερα είναι το Ελεύθερο, το εγκατέλειψαν στα μέσα του 16ου αιώνα, επειδή αρνήθηκαν να εργαστούν σαν κολίγοι σε κάποιον Τουρκαλβανό Αγά που ήθελε να σφετεριστεί τις περιουσίες του. Έτσι αυτός ο Αγάς βρήκε την ευκαιρία να εποικίσει τον οικισμό με άστεγους από το Θεσπρωτικό χωριό Γκουσμπάνι ή Γκρισμπάνι που είχε καταστραφεί από κατολισθήσεις. Οι Θεσπρωτοί κάτοικοι του χωριού που το εγκατέλειψαν μετά την καταστροφή αναγκαστικά δέχτηκαν να δουλέψουν σαν κολίγοι, χτίζοντας και καινούρια σπίτια και κάνοντας και διάφορες άλλες δουλειές. Έτσι δημιούργησαν ένα καινούργιο χωριό και το ονόμασαν Γκρισμπάνι για να θυμούνται τα πάτρια εδάφη.

Το 1913 το χωριό έζησε δύο πολύ άσχημες εμπειρίες. Η μία ήταν τον Ιανουάριο που το κατέλαβαν και το λεηλάτησαν τα σώματα του Τζιαβήτ Πασά της Κόνιτσας σε κάποια από τις επιδρομές τους εναντίον ανταρτών. Η δεύτερη ήταν ένα μήνα μετά στις 22 Φεβρουαρίου, όταν πυρπολήθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι κυνηγημένοι από τους αντάρτες εγκατέλειπαν πανικόβλητοι την Κόνιτσα όταν πληροφορήθηκαν την απελευθέρωση των Ιωαννίνων.

ΕΛΕΥΘΕΡΟ (Γκρισμπάνι)

Το χωριό βρίσκεται 19 χιλιόμετρα από την Κόνιτσα και είναι το πρώτο χωριό που συναντά κανείς στην Λάκκα Αώου. Βρίσκεται στους πρόποδες του Σμόλικα, στην πλαγιά του ιστορικού υψώματος ‘’Κλέφτης‘’. Σύμφωνα με την παράδοση κατοικήθηκε στα μέσα του 17ου αιώνα. Το 1943 καταστράφηκε από τους Γερμανούς σχεδόν ολοκληρωτικά. Σήμερα η συστηματική εκμετάλλευση των δασών αποτελεί τον σημαντικότερο πόρο των μόνιμων κατοίκων του.

Αργότερα το 1927, ο οικισμός αυτός μετονομάστηκε σε Ελεύθερο και το 1943 καταστράφηκε από τους Γερμανούς σχεδόν ολοκληρωτικά. Σήμερα αποτελεί ένα από τα δημοτικά διαμερίσματα του Δήμου Κόνιτσας και είναι το μοναδικό χωριό της Λάκκας, Αώου που δεν είναι βλαχόφωνο πράγμα που, όπως τόνισα και στον πρόλογό μου, το παρατήρησα στις τακτικές μου επισκέψεις στα χωριά της Λάκκας του Αώου. Το γεγονός αυτό τεκμηριώνει απόλυτα την ιστορία ότι ο αρχικός οικισμός προήλθε από την μετεγκατάσταση των διασωθέντων κατοίκων του χωριού Γκουσμπάνι ή Γκρισμπάνι Θεσπρωτίας στην Λάκκα Αώου.

Αυτά έλεγε η γιαγιά Δέσποινα Γ. Ράπτη, που εκοιμήθη το 1942 σε ηλικία 102 ετών, στον 96χρονο σήμερα εγγονό της Χρήστο Φ. Ράπτη που ζει στα Γιάννινα, και αναπολεί όλα εκείνα που θυμάται από τα παιδικά του χρόνια.