Στη μικρή πόλη μας, το κάθε σπίτι ήταν σαν ένα κελί πολύχρωμης παλέτας, και η ζωή κυλούσε αργά και ήρεμα με την κοινότητα να είναι σαν μια μεγάλη οικογένεια. Οι γειτονιές ήταν γεμάτες με γέλια παιδικά, τα παλιά καφενεία στην καρδιά της πόλης αποτελούσαν μέρος συγκέντρωσης των κατοίκων όπου ο καφετζής, γνώριζε το όνομα και την ιστορία κάθε πελάτη του. Εκεί, οι συζητήσεις γίνονταν φιλοσοφικές, και το καφενείο γινόταν στέκι για ν’ ακούει κάποιος τις ιστορίες της πόλης.
Στη μικρή μας πόλη, η ζωή ήταν απλή και γεμάτη αγάπη. Και στο τέλος κάθε μέρας, ο ήλιος καταδυόταν βαθιά στο πέλαγος πίσω από το Πρασούδι, αφήνοντας πίσω του τα χρώματα της ηρεμίας που χαρακτήριζαν τη μικρή μας πατρίδα.
Στη μικρή μας πόλη, ο χρόνος κυλούσε με ρυθμούς διαφορετικούς από τον έξω κόσμο. Οι γειτονιές ήταν συναντησιακά μέρη, όπου κάθε καλημέρα ήταν σαν τραγούδι, και κάθε καληνύχτα σαν ποίηση. Η μικρή μας πόλη ήταν σαν μεγάλη οικογένεια. Όλοι γνώριζαν τα ονόματα των γειτόνων, τις ιστορίες τους, τα χαμόγελα και τα δάκρυά τους. Σε κάθε στενό και σε κάθε γωνιά, υπήρχε μια αίσθηση ασφάλειας και αγάπης.
Στη μικρή μας πόλη, ο χρόνος μπορεί να περνούσε αργά, αλλά οι στιγμές ήταν γεμάτες ζωντάνια. Και όταν ο ήλιος έπεφτε στον ορίζοντα, όλοι ένιωθαν πως ανήκαν σε ένα μικρό, αλλά θεϊκό κομμάτι του κόσμου.
Στις πολύχρωμες σελίδες της παιδικής μου ηλικίας, θυμάμαι πάντα με αγάπη και νοσταλγία τα πρώτα μου βήματα σε αυτόν τον κόσμο. Η ανάμνηση της παλιάς γειτονιάς μου, είναι σαν ένας πίνακας ζωγραφικής, γεμάτος χαμόγελα και ανυπόγραφα παραμύθια. Ήταν μια εποχή που κάθε αυγουστιάτικη μέρα ξεκινούσε με τον ήχο των γέλιων των παιδιών που παίζανε στην αυλή, κι εγώ, με αχτένιστα τα μαλλιά και φορώντας βιαστικά τα πέδιλα, φτιαγμένα με τα χέρια του κυρ-Αχιλλέα του γείτονα, γεμάτος ενέργεια ξεχυνόμουν με τα φιλαράκια μου στην αλάνα της καθημερινότητάς μας τρέχοντας ανέμελα στα στενά, πετώντας χαρταετούς και παίζοντας κρυφτό με την ίδια μας τη σκιά.
Στην παλιά γειτονιά, εκεί ψηλά στο μπαλκόνι της πόλης, στη Γράβα, ο χρόνος φαίνονταν να έχει παγώσει σε μια εποχή που οι γείτονες ήταν σαν μια μεγάλη οικογένεια. Τα ομοιόμορφα σπίτια με τα κόκκινα κεραμίδια και τα ξύλινα παράθυρα αντηχούσαν από χαμηλά γέλια και ομόνοια. Η παλιά γειτονιά ήταν μια κοινότητα όπου ο καθένας γνώριζε το όνομα του γείτονά του και η αλληλεγγύη ήταν αυτονόητη. Οι γείτονες ήταν κάτι περισσότερο από απλοί γείτονες, ήταν φίλοι και συνοδοιπόροι στο ταξίδι της ζωής.
Με φόντο αυτές τις γειτονιές, κάπου εκεί στη μνήμη μας, χορεύουν οι αναμνήσεις με τους παλιούς μας φίλους, με αυτούς που κάποτε, συνθέταμε την ομορφιά της ζωής με την αφηγηματική μας παρέα. Καθώς μεγαλώναμε, ο χορός της ζωής μας, πήρε διαφορετικούς ρυθμούς. Οι αναγκαίες αλλαγές μας έφεραν αντιμέτωπους με νέες πραγματικότητες. Παρ' όλα αυτά, οι παλιοί φίλοι παρέμειναν σαν αστέρια που φωτίζουν το παρελθόν. Μέσα από την ψυχή του χρόνου, η φωνή τους ακούγεται σαν την αδιάκοπη μελωδία ενός αγαπημένου τραγουδιού. Με κάποιους συναντηθήκαμε ξανά, φορτωμένοι με χρόνια και εμπειρίες. Όλοι όμως οι παλιοί φίλοι, παρόλη την αλλαγή του χρόνου, ήταν εκεί, όπως πάντα, στην καρδιά μας, γεμάτοι αγάπη και αναμνήσεις που διαρκούν.
Και τώρα, πουη παλιά γειτονιά σβήστηκε από το χρόνο, έμεινε στη μνήμη όλων σαν ένα ανέγγιχτο κομμάτι της παρελθούσας ευτυχίας.